Οι ρίζες της Βοτανολογίας χάνονται στον χρόνο και τον χώρο. Τα πρώτα ανθοφόρα φυτά έκαναν την εμφάνισή τους στην Κρητιδική περίοδο, πριν από 135 εκατομμύρια χρόνια. Πολύ αργότερα η εξαφάνιση του ανθρώπου στη γη οδήγησε προοδευτικά στην καλλιέργεια οπωροκηπευτικών µε σκοπό να καλύψει τις διατροφικές του ανάγκες. Οι Αλµέριοι ήταν ο πρώτος λαός στη δυτική Μεσόγειο κατά τη Νεολιθική εποχή, που καλλιέργησε την ελιά. Αργότερα καλλιεργήθηκε το σιτάρι, το καλαμπόκι και το κεχρί σε όλη την Ευρώπη και την Ασία. ‘Oµως, μετά την εμφάνιση του ανθρώπου στη γη, βρέθηκαν μαρτυρίες νόσων κυρίως πάνω σε βραχογραφίες, σε οστά και σε αγγεία που δείχνουν ότι η αρρώστια και ο πόνος είναι ανέκαθεν συνυφασµένα µε τη ζωή. Από την αναζήτηση τρόπων αντιμετώπισης των ασθενειών προέκυψε η Θεραπευτική, από τη χρήση φυτικών μέσων προέκυψε η Βοτανολογία.Ο άνθρωπος κατέφυγε στα βότανα παρακινούμενος από τα ζώα, τα οποία, από ένστικτο και µόνο, τα επιλέγουν όταν είναι άρρωστα. Εξαιτίας της μεγάλης γεωγραφικής κατανομής κάθε βοτάνου, οι διάφορες ανθρώπινες φυλές μπόρεσαν να πειραματιστούν και να συγκρίνουν εμπειρίες που είχαν διαφορετική προέλευση χωρική και χρονική, μέχρι να καταλήξουν στην κοινή αποδοχή των ιδιοτήτων κάθε βοτάνου. Η χλωρίδα κάθε περιοχής είναι ιδιαίτερη και ξεχωριστή, όπως ισχύει και για τα διάφορα οικοσυστήματα. Αυτό σημαίνει ότι κάθε χλωρίδα περικλείει τα δικά της μοναδικά βότανα αλλά πάντοτε συναντώνται και βότανα µε ισοδύναμες δράσεις. Η θεραπευτική τον πρώτο καιρό της εφαρμογής της ήταν καθαρά εμπειρική και µε το πέρασμα των αιώνων εξελίχθηκε σε ολιστική:η Ολιστική θεωρία δεν αντιμετωπίζει µόνο το σώμα σφαιρικά αλλά τον άνθρωπο ολογραφικά, δηλαδή σαν ενιαίο σύνολο, στο οποίο τόσο η φυσική όσο η πνευματική και ψυχολογική κατάσταση του ανθρώπου θα πρέπει να βρίσκονται σε ισορροπία. Σύμφωνα µε την Ολιστική Θεωρία, η υγεία δεν χαρακτηρίζεται µόνο από την απουσία κάποιας νόσου αλλά είναι η κατάσταση εκείνη όπου το άτομο βρίσκεται και σε αρμονική σχέση µε το περιβάλλον του.
Από παπύρους ηλικίας μέχρι και 4.000 ετών προκύπτει ότι στην αρχαία Αίγυπτο υπήρχε ένα σημαντικό σύνολο ιατρικών και βοτανολογικών γνώσεων. Σε αυτούς γίνεται αναφορά μεταξύ άλλων στην επικάλυψη των επιφανειακών πληγών με μέλι (φυσικός τρόπος καταπολέμησης βακτηριδίων) και στη χορήγηση σε ασθενείς παρασκευάσματος από λεπτό φλοιό ιτιάς, που περιέχει μια φυσική αναλγητική ουσία, χημικώς συγγενή με την ασπιρίνη! Σε άλλο σημείο του κειμένου συστήνεται η τοποθέτηση μουχλιασμένου ψωμιού σε πληγές, κάτι που αποδείχθηκε στον εικοστό μόλις αιώνα ότι μπορεί να προκαλέσει ευεργετικά αποτελέσματα λόγω της πενικιλίνης. Στην Κίνα το πληρέστερο βιβλίο βοτανοθεραπείας που υπάρχει, γράφτηκε περί το 220 π.Χ. και περιγράφει 365 τύπους φαρμάκων από βότανα. Το βιβλίο είναι βασισμένο στο έργο ειδικευμένων θεραπευτών-ιατρών που είχαν συλλέξει πλήθος υλικού που υπήρχε στην Κίνα περίπου από το 1100 π.Χ.Στην Ελλάδα δάσκαλος της βοτανοθεραπείας θεωρείται ο κένταυρος Χείρων, που ζούσε στο πλούσιο σε φυτά και βότανα Πήλιο. Από αυτόν διδάχθηκε ο θεός της Ιατρικής Ασκληπιός και στη συνέχεια οι γιοί του Μαχάων και Ποδαλείριος για τους οποίους κάνει αναφορά ο Όμηρος στην Ιλιάδα. Ακολουθεί ο Ιπποκράτης (460-370 π.Χ) που έγινε γνωστός ως ιδρυτής της ιατρικής και θεωρήθηκε ως μέγιστος παθολόγος της εποχής του. Στα 59 βιβλία της Ιπποκρατικής συλλογής αριθμούνται 236 φυτικά φάρμακα. Ο Θεόφραστος (372-287 π.Χ.) με το έργο του "Περί φυτών ιστορία" θέτει τις βάσεις της σύγχρονης βοτανικής και θεωρείται ο πατέρας της βοτανολογίας. Ο Διοσκουρίδης (25-90 μ.Χ.) με το πεντάτομο έργο του "Περί ύλης ιατρικής" αναλύει συστηματικά 794 φαρμακευτικά φυτά και απεικονίζει τα 391 εξ' αυτών κάτι που έκανε το έργο του ανεκτίμητο για πολλούς αιώνες.
Το αρχαιότερο ιατρικό κείμενο σώζεται στην Κίνα και ανήκει στον μυθικό αυτοκράτορα Σεν Τουγκ. Χρονολογείται από το 2700 π.Χ., ονομάζεται « Πεν - Τσάο (πρακτική Βοτανολογία) και περιέχει 365 φυτά, ένα για κάθε η μέρα του έτους. Από την ίδια περίπου εποχή (2800 π.Χ.) σώζεται και ένα αρχαίο ιατρικό κείμενο των Σουμερίων, που αποτελείται από µία πινακίδα που περιγράφει 250 φυτά και 4500 φυτικές συνταγές. Πέρα ωστόσο από την Κίνα και τη Μεσοποταμία μεγάλη θέση στην ιστορία της Βοτανολογίας καταλαμβάνουν οι Ινδοί, οι Αιγύπτιοι αλλά και οι Έλληνες. Στη Θεογονία του Ησίοδου που γράφτηκε τον 8ο αιώνα π.Χ. υπάρχουν αρκετές αναφορές για 12 φυτά και κυρίως για την παπαρούνα απ’ όπου προέρχεται το όπιο (αφιόνι). Ο Όμηρος αναφέρει στα έργα του πολλά βότανα όπως τον ακόνιτο, τον ασφόδελο, το δίκταµο, τη µπελαντόνα (ευθαλλία), το µώλυ, το νηπενθές, τη ντατούρα στραµώνιο, το σαφράν, τον μαύρο υοκίασµο κ.α. Επίσης, τα Ορφικά έπη τον 6ο αιώνα π.Χ. κάνουν εκτεταμένες αναφορές στην ανεμώνη, στον κέδρο, στο κνίκο (γαϊδουράγκαθο) και κυρίως στον μανδραγόρα. Ο ποιητής Θεόκριτος στα βουκολικά ειδύλλια κάνει λόγο για 107 φυτά. Οι βοτανολογικές γνώσεις ήσαν αναπτυγμένες στην αρχαία Ελλάδα: Ο Φιλόλαος από τον Κρότωνα, ο Εμπεδοκλής από την Ακράγαντα και ο Διογένης ο Απολλωνιάτης υπήρξαν λαμπρές προσωπικότητες της προκλασικής Ιατρικής. Αλλά και ο Πυθαγόρας ήταν γνώστης των φαρμακευτικών φυτών. Σύμφωνα µε ιστορικές περιγραφές του Ηρόδοτου υπήρξαν στην Ελλάδα θεραπευτικές σχολές πολύ πριν από την εποχή του Ιπποκράτη, τότε που το κέντρο της γνώσης βρισκόταν στα Ιερατεία. Δείτε: ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΥΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ
Από τη βιογραφία του Σωρανού προκύπτει η πληροφορία ότι ο Ιπποκράτης (460-367π.Χ.) ήταν γιος της Φαιναρέτης και του Ηρακλείδη ενός ιερέα γιατρού στο Ασκληπιείο της Κω. Η αγάπη του για το συνάνθρωπο, σε συνδυασμό µε τις πολλές βοτανολογικές του γνώσεις, την διαισθητική του ικανότητα, την έµφυτη παρατηρητικότητά του, την οξυδερκή του κρίση και το ταλέντο στο να συσχετίζει τα φαινόµενα των συµπτωµάτων των ασθενειών, ήσαν αρετές που τον ανέδειξαν ως τον σπουδαιότερο ιατρό της αρχαιότητας. Ο Ιπποκράτης ασχολήθηκε µε την ανατοµία, επινόησε ειδικά χειρουργικά εργαλεία και πέτυχε δύσκολες χειρουργικές επεµβάσεις.
Κυρίως όµως ασχολήθηκε µε τα φαρµακευτικά φυτά. Χρησιµοποίησε συνολικά 237 βότανα επηρεασµένος από τις παραδόσεις του καιρού του. Από αυτά επέλεξε τα 147 και από αυτά παρασκεύαζε αλοιφές, καταπλάσµατα και αφεψήµατα ώστε να θεραπεύει διάφορες γυναικολογικές παθήσεις. Στα συγγράµµατά του «περί γυναικείων», περιγράφει την εφαρµογή τους σε περιπτώσεις φλεγµονών και µητρορραγιών, για την αντιµετώπιση της στειρότητας ή ακόµη και για την αποβολή νεκρών εµβρύων. Είναι γνωστή η ρήση του «το φάρµακό σου είναι η τροφή σου και η τροφή σου ας γίνει το φάρµακό σου», που τονίζει την αναγκαιότητα µίας καθηµερινά ισορροπηµένης διατροφής, όχι µόνο για τη διατήρηση αλλά ακόµη για την ανάκτηση της υγείας. Έναν αιώνα µετά από τον Ιπποκράτη ο φιλόσοφος Αριστοτέλης από τα Στάγειρα δίδαξε ιατρική στον Μέγα Αλέξανδρο και καθιέρωσε τη σηµασία της λέξης βότανο, που χαρακτηρίζει τα αυτοφυή φυτά µε ιαµατικές ή δηλητηριώδεις ιδιότητες, διαχωρισµός πουεξαρτάται πάντοτε από την ποσότητα που λαµβάνεται. ∆εν είναι άλλωστε τυχαίο το ότι στην Ελληνική γλώσσα θεωρούνται ταυτόσηµες οι λέξεις φάρµακο και φαρµάκι πράγµα που υποδηλώνει ότι δεν υπάρχουν σαφή όρια µεταξύ της ωφέλιµης ουσίας και της επιβλαβούς.
Την ίδια σχεδόν εποχή µε τον Αριστοτέλη συναντούµε τον ιατροφιλόσοφο Θεόφραστο, που γεννήθηκε στη Ερεσσό της Λέσβου. Ο Θεόφραστος (392-287π.Χ.) υπήρξε µαθητής του Πλάτωνα και συνεργάτης του Αριστοτέλη, τον οποίο αργότερα διαθέχθηκε στην Περιπατητική Σχολή. Ο Θεόφραστος έγραψε το «Περί φυτών ιστορία», έργο εννέα τόµων, και το «περί φυτών αιτίες» έργο τεσσάρων τόµων. Τον 1ο µ.Χ. αιώνα εµφανίζεται ο Πεδάνιος ∆ιοσκουρίδης από τα Ανάξαρβα ή Ταρσό της Κιλικίας, στρατιωτικός γιατρός του αυτοκράτορα Νέρωνα και φηµισµένος φαρµακολόγος της εποχής του, ο οποίος έγραψε τον «Κωσταντινουπολιτικό κώδικα» «Codex Constantinopolitanus», όπου περιλαµβάνονται τα έργα του. Στο περίφηµο έργο του « Περί Ύλης Ιατρικής» περιλαµβάνεται το καταστάλαγµα της εµπειρίας του, καθώς περιέγραψε σε πέντε τόµους τις ιαµατικές ιδιότητες 600 περίπου φαρµακευτικών βοτάνων για την αντιµετώπιση των ασθενειών.Το έργο του ∆ιοσκουρίδη «συνάδει» µε τις αρχές της Κινέζικης ιατρικής και συνεπικουρείται από τις αρχές της Ινδικής Αγιουρβέδα, διότι όπως και οι προκάτοχοί του, συσχέτισε τη δύναµη των φυτών µε τους τέσσερις χυµούς του σώµατος (αίµα, κίτρινη χολή, φλέγµα και µαύρη χολή) δηλαδή µε τις τέσσερις θεµελιώδεις ποιότητες της φύσεως: (του θερµού, του ξηρού, του υγρού και του ψυχρού). Σε αυτό το σηµείο αξίζει να σηµειωθεί ότι η ιατρική της Αγιουρβέδα αποτελεί τη κυρίαρχη βοτανοθεραπευτική παράδοση στην Ινδία και τις γύρω από αυτήν περιοχές.
Πιστεύεται ότι είναι το αρχαιότερο στον κόσµο θεραπευτικό σύστηµα, προγενέστερη ακόµα και της Κινέζικης ιατρικής. Το όνοµα Αγιουρβέδα προέρχεται από δύο ινδικές λέξεις, αγιούρ (ayur), που σηµαίνει ζωή, και βέδα (veda), που σηµαίνει γνώση ή επιστήµη. Η ιατρική της Αγιουρβέδα αποτελεί κάτι παραπάνω από ένα απλό ιατρικό σύστηµα θεραπείας. Είναι ένας τρόπος ζωής που συµπεριλαµβάνοντας γνώση, θρησκεία και φιλοσοφία, προωθεί την ευεξία και αυξάνει τη µακροζωία µε σκοπό να φέρει την πλήρη ανάπτυξη πνευµατικών και φυσικών ικανοτήτων. Ο απώτερος σκοπός της είναι να φέρει την ενότητα της σωµατικής συναισθηµατικής και πνευµατικής υγείας, γνωστή ως σάθα (swatha). Η κατάσταση αυτή βοηθάει το άτοµο να εισέλθει σε µία αρµονική σχέση µε την κοσµική συνείδηση. Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιωάννης Τσιµισκής έστειλε ένα εντυπωσιακό αντίγραφο του Κωνσταντινουπολιτικού κώδικα ως δώρο στο χαλίφη της Ισπανίας, το οποίο µεταφράστηκε το 961 από τον ιερο µόναχο Νικόλαο σε δηµώδη γλώσσα και το αποτέλεσµα ήταν να γίνει ανάρπαστο από το ευρύ κοινό. ∆ικαίως λοιπόν το έργο του ∆ιοσκουρίδη απέκτησε διεθνή φήµη κατά τη ρωµαϊκή εποχή και µεταφράστηκε βαθµιαία σε πολλές γλώσσες. Θεωρήθηκε αξεπέραστο και παρέµεινε στην επικαιρότητα µέχρι τον 16ο αιώνα, όταν η χρήση της Βοτανολογίας είχε πλέον φτάσει στο ζενίθ στα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη.
Μία άλλη εξίσου σηµαντική προσωπικότητα υπήρξε ο Κλαύδιος Γαληνός (ιατρός και φαρµακοποιός) από την Πέργαµο (130-199 µ.Χ.). Σπούδασε ιατρική στην Πέργαµο, στην Σµύρνη, στην Κόρινθο και την Αλεξάνδρεια. Έγινε φαρµακοποιός στη Ρώµη και υπήρξε προσωπικός γιατρός του Μάρκου Αυρήλιου. Ο Γαληνός υιοθέτησε τις αρχές του ∆ιοσκουρίδη για τους τέσσερις χυµούς. Το έργο του Γαληνού έµελλε να επηρεάσει την εξέλιξη της θεραπευτικής στον ∆υτικό κόσµο τουλάχιστον µέχρι την Αναγέννηση. Μετά τον Γαληνό η πρόοδος της θεραπευτικής επιβραδύνθηκε δραµατικά, επειδή οι γιατροί και συγγραφείς αρκέστηκαν σε παλαιότερα ιατρικά έργα τα οποία αντέγραφαν µε ελαφρές παραλλαγές, βάζοντας και µικρές δικές τους προσθήκες. Έτσι υπήρξαν Βυζαντινοί Κώδικες που περιείχαν έργα αρχαίων. Έτσι και ο Ορειβάσιος (4ος αιώνας µ. Χ.) στο έργο του«Εβδοµηντάβιβλος» όπου αναφέρει δρόγες που περιέγραψε ο ∆ιοσκουρίδης και ο Γαληνός αλλά και ο Αέτιος ο Αµιδηνός (6ος αιώνας µ.Χ.) στον «13ο Λόγο» αναφέρει αντίδοτα δηλητηρίων τα οποία είχε περιγράψει ο Νίκανδρος ο Κολοφώνιος τον 2ο π.Χ. αιώνα Τον 9ο αιώνα συνέβη ένα άλµα στην ιστορία της Θεραπευτικής καθώς, ξεκίνησε από τους Άραβες η απόσταξη των αιθέριων ελαίων.
Η λειτουργικότητα της µεθόδου αυτής ολοκληρώθηκε από τον Πέρση Αλχηµιστή Αβικένα (980-1037 µ.Χ.), ο οποίος προσέφερε µία νέα διάσταση στην ως τότε αυστηρά παραδοσιακή χρήση των αρωµατικών φυτών. Ο Αβικέννας εξέδωσε πάνω από 100 συγγράµµατα . Στον «Κανόνα της ιατρικής», αναφέρει την απόσταξη πολλών αιθέριων ελαίων όπως του άνηθου, του γαρίφαλου, του γλυκάνισου, του κέδρου, της κανέλας, της µέντας και άλλα πολλά. Αργότερα, οι Άραβες προχώρησαν ένα βήµα παραπέρα και ανακάλυψαν τον τρόπο παρασκευής του αλκοόλ. Έτσι κατάφεραν να φτιάξουν τα περίφηµα αρώµατα της Μέσης Ανατολής, που δεν ήσαν πλέον λιπαρά, γιατί αραιωνόταν µε βάση το οινόπνευµα. Η µέθοδος αυτή έγινε ιδιαίτερα δηµοφιλής, τόσο που το 13ο αιώνα η ∆αµασκός έγινε ένα από τα βασικότερα κέντρα παραγωγής ροδόνερου το οποίο εξήγαγαν σε Κίνα, Ινδία και Ευρώπη. Το 16ο αιώνα ξεχωρίζει µία ιδιαίτερη ιατρική φυσιογνωµία, στην Χριστιανοκεντρική Ευρώπη, ο Θεόφραστος Παράκελσος από την Ελβετία (1439-1541 µ.Χ.). Ήταν οπαδός της Φυσιογνωµικής, υποστηρίζοντας ότι η εξωτερική εµφάνιση του φυτού είναι ενδεικτική των ασθενειών που θεραπεύει. Στα χρόνια του ύστερου µεσαίωνα που ακολούθησαν, επικράτησε ο σκοταδισµός και οι δεισιδαιµονίες ενώ η χώρα µας ήταν υπό την οθωµανική αυτοκρατορία. Τότε ήταν που έκαναν την εµφάνισή τους στην περιοχή των Ιωαννίνων κάθε λογής αγύρτες που αυτοχρίστηκαν «γιατροί» . Οι άνθρωποι αυτοί παρείχαν νόθες προφορικές ή γραπτές συνταγές σε συνδυασµό µε µάγια και προσευχές. Αυτοί ήταν οι λεγόµενοι Κοµπογιαννίτες (κόµπος = κοµπάζω + Γιαννιώτες ) ή Βικογιατροί. ( από το φαράγγι του Βίκου από όπου συνέλεγαν τα Βότανα τα οποία χρησιµοποιούσαν).
Στην διάρκεια της Βυζαντινής περιόδου (330-1453 μ.Χ.) παρατηρείται συνεχής χρήση της κληρονομιάς των ιατρών της αρχαιότητος και διέπρεψαν ιατροί, στα κείμενα των οποίων αποτυπώνεται το επίπεδο της ιατρικής της περιόδου αυτής. Γνωστότερος όλων ο Νικόλαος Μυρεψός (δηλ. παρασκευαστής αλοιφών όπως αναφέρει το όνομα του) που έζησε τον 13ο αιώνα μ.Χ. Συνέγραψε το έργο Μέγα Δυναμερόν, το οποίο αποτέλεσε σημαντική συμβολή στην προώθηση και την τεκμηρίωση της βοτανολογίας και της φαρμακευτικής.. Το βιβλίο του περιέχει περί της 2656 συνταγές φαρμάκων μεταξύ των οποίων τα ψυχοδραστικά βότανα όπως μανδραγόρας, υοσκύαμος, μήκων, ελλέβορος μέλας κ. ά.