Η λατινική ονομασία του βοτάνου είναι ZEA mays (Ζέα η μαύς). Ανήκει στην οικογένεια των Αγρωστοειδών και στη χώρα μας το συναντούμε με τις ονομασίες καλαμπόκι, αραποσίτι, αραπόσταρο, κούκλα, μπαρμπαρόσταρο, στίχρος, μισέρι.
Κατάγεται από τη νότιο και κεντρική Αμερική. Καλλιεργείται σε όλο τον κόσμο, σε πολλές ποικιλίες και υβρίδια, σαν φυτό διατροφής και κτηνοτροφής. Η άγρια μορφή του, που κατάγεται από την τροπική Αμερική, σήμερα δεν είναι πια γνωστή.
Το καλαμπόκι έχει φύλλα σπαθοειδή, μεγάλα, κορμό που φτάνει τα δύο μέτρα, άνθη σε φούντα και ρίζα επιπόλαιη. Τα αρσενικά άνθη σχηματίζουν ταξιανθία φόβη (φούντα) και τα θηλυκά σχηματίζουν σπάδικα που καλύπτεται από σκληρά και πλατιά φύλλα. Ο σπάδικας αυτός με τους καρπούς λέγεται κοινά κούκλα ή ρόκα και οι κλωστές που περιέχονται μέσα, αποκαλούνται με διάφορα ονόματα όπως στίγματα, στύλοι, κοινά μουστάκια ή μαλλιά του καλαμποκιού.
Ιστορικά στοιχεία:
Ο Αραβόσιτος ήταν άγνωστος στους αρχαίους Έλληνες. Είναι ιθαγενές της Αμερικής. Στην Ευρώπη το εισήγαγαν οι Ισπανοί μετά την ανακάλυψη της Αμερικής γύρω στα 1552.
Στο Μεξικό έχουν βρεθεί απολιθώματα γυρεοκόκκων του, ηλικίας 80.000 ετών. Οι πολιτισμοί των Αζτέκων και των Ίνκας στηρίχτηκαν στην καλλιέργεια του. Από καλαμποκάλευρο φτιάχνεται η γνωστή «μπομπότα» και άλλα αρτοσκευάσματα, όπως η πολέντα των Ιταλών, η μαμαλίγκα των Ρουμάνων, η ριμότ των Γάλλων, το τορτίγια των Μεξικάνων. Οι λαοί που χρησιμοποιούν αποκλειστικά ως τροφή το καλαμπόκι, πάσχουν από πελάγρα, μια πάθηση του δέρματος που οφείλεται σε έλειψη βιταμίνης ρρ (νιασίνης).
Στο Περού, οι ιθαγενείς χρησιμοποιούν τους στύλους του καλαμποκιού ως παραισθησιογόνο. Τους καίνε και εισπνέουν τους ατμούς οι οποίοι τους προκαλούν μια ψυχική διέγερση που φτάνει μέχρι το παραλήρημα.
Στην Κρήτη το φυτό το αποκαλούσαν Ξενικό ή Ξενικόσταρο. Το φύτευαν την εποχή των κηπικών για να το συλλέγουν τον δεκαπενταύγουστο. Δεν το χρησιμοποιούσαν για αλεύρι. Στην Κρήτη το ψωμί το έκαναν από κριθάρι, σιτάρι ή μιγαδερό και το πολύ πολύ τριομίγαδο (ανάμικτο με βρώμη. Οι Τουρκοκρητικοί το ονόμαζαν ξενικό κοκορόζι. Τον χυλό των ξεξικόμαλλων τον έπιναν ως διουρητικό, στη στραγγουριά και την κατσίβερη (ιλαρά). Πλένοντας τα μαλλιά με αυτό ξάνθαιναν. Με τα μεμβρανώδη περιβλήματα, γέμιζαν στρωματάκια για τις κούνιες των βρεφών. Τις φούντες μετά το δέσιμο του ξενικού τις έκοβαν και τις έδιναν στα αιγοπρόβατα. Τους κόκκους του ξενικού τους καβούρδιζαν και τους έπιναν σαν καφέ για την υπέρταση. Κατά την παράδοση, το ξενικό πήρε τα μαλλιά του από μια κοπέλα, που πεθαίνοντας είπε: «…εσύ το ξενικόσταρο έπαρε τα μαλλιά μου/ να μην τα πάρει θηλυκό κι έχει τα βάσανά μου».
Τα στίγματα των θηλυκών ανθέων του Αραβοσίτου περιέχουν αμίνες των οποίων ο τύπος δεν έχει αναγνωρισθεί αν και η ορδενίνη είναι καταγραμμένη στο γένος Ζέα, έλαιο (γλυκερίδια λινελαϊκού, ελαϊκού, παλμιτικού και στεατικού οξέος), μη προσδιορισμένες σαπωνίνες και τανίνες και άλλα συστατικά όπως αλλαντοϊνη, πικροί γλυκοσίδες, κρυπτοξανθίνη, κυανογενετικό σύμπλοκο (μη ταυτοποιημένο), φλαβόνη, κόμμι, φυτοστερόλες (σιτοστερόλη, στιγμαστερόλη), χρωστικές, ρητίνη, βιταμίνες C και Κ. Περιέχει ακόμη μαννίτη και μια ουσία παρόμοια με την εργοτίνη που είναι συστατικό των μυκήτων που φυτρώνουν στα στάχυα της σίκαλης ως αρρώστια. Οι τροπικές μορφές περιέχουν ένα αλκαλοειδές.
Άνθιση – χρησιμοποιούμενα μέρη - συλλογή:
Ανθίζει από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο.
Για θεραπευτικούς σκοπούς χρησιμοποιούνται οι στύλοι (ή στίγματα) των θηλυκών ανθέων. Αυτοί είναι λεπτές μαλακές ίνες με μήκος 10 έως 20 εκατοστά. Τα στίγματα συλλέγονται λίγο πριν την επικονίαση. Καλό είναι να χρησιμοποιούνται φρέσκα γιατί χάνουν μέρος της δραστικότητάς τους με τον χρόνο.
Θεραπευτικές ιδιότητες και ενδείξεις:
Δρα ως διουρητικό, μαλακτικό και τονωτικό.
Σαν καταπραϋντικά διουρητικά, τα γένια καλαμποκιού βοηθούν σε κάθε ερεθισμό του ουροποιητικού συστήματος. Η διουρητική τους ικανότητα φανερώνεται μέσα σε 3-4 ημέρες και η ποσότητα των ούρων αυξάνει. Ρίχνουν τις πέτρες των νεφρών και της ουροδόχου κύστης.
Χρησιμοποιούνται για προβλήματα νεφρών στα παιδιά και σαν μαλακτικό του ουροποιητικού σε συνδυασμό με άλλα βότανα για την θεραπεία της κυστίτιδας, της ουριθρίτιδας, της προστατίτιδας, νυχτερινής ενούρησης κ.α.
Συνδυάζεται άριστα με την Αγριάδα, τον Αρκτοστάφυλλο ή την Αχιλλέα για την θεραπεία της κυστίτιδας.
Το αλεύρι του φυτού έχει μεγάλη θρεπτική αξία και αρκετά ανόργανα συστατικά. Είναι κατάλληλο για παιδιά ως κρέμα, ενήλικους, προπαντός αναιμικούς και ανθρώπους που αναλαμβάνουν από αρρώστια, όπως και τους φυματικούς, γιατί περιέχει ασβέστιο 0,07%, φωσφόρο 0,39% και σίδηρο 0,0038%.
Στην ομοιοπαθητική ένα βάμμα από στύλους χρησιμοποιείται ως διουρητικό και εναντίον της κυστίτιδας.
Παρασκευή και δοσολογία:
Παρασκευάζεται ως έγχυμα. Ρίχνουμε ένα φλιτζάνι βραστό νερό σε 2 κουταλιές του τσαγιού φρέσκο ή ξηρό βότανο και το αφήνουμε σκεπασμένο 10-15 λεπτά. Σουρώνουμε και πίνουμε τρεις φορές την ημέρα.
Προφυλάξεις:
Τα στίγματα του αραβοσίτου μπορεί να προκαλέσουν αλλεργική αντίδραση σε άτομα με υπερευαισθησία. Υπερδοσολογία μπορεί να προκαλέσει υποκαλιαιμία εξ αιτίας της διουρητικής της δράσης. Η υπερβολική δόση είναι επίσης πιθανό να παρέμβει σε ακολουθούμενη υπογλυκαιμική, υπερτασική ή υποτασική θεραπεία. Το αποφεύγουμε κατά την διάρκεια εγκυμοσύνης ή θηλασμού.
*Άρθρο του Σάκη Κουβάτσου στα Χανιώτικα Νέα