Στη Ρόδο, και συγκεκριμένα στην Κοιλάδα με τις Πεταλούδες, υπάρχει το μοναδικό στην Ελλάδα δάσος ξητιάς -η επιστημονική ονομασία της είναι λικιδάμβαρη { Liquidambar orientalis ), δέντρου που μοιάζει από μακριά με πλατάνι και εξαπλώνεται φυτογεωγραφικά στη Μικρά Ασία, την Κύπρο και τη Ρόδο.
Σε πρόσφατες παλαιοβοτανικές έρευνες σε πλειοπλειστοκαινικές αποθέσεις στη Ρόδο ανακαλύφθηκαν απολιθωμένα φύλλα και καρποί του είδους Liquidambar europaea, ηλικίας 1,6 εκατ. ετών. Έτσι, δεν μένει πλέον καμία αμφιβολία ότι το Liquidambar orientalis είχε τη γεω-ιστορική του εξέλιξη στη Ρόδο. Εξάλλου, η σημερινή δασική βλάστηση της Ρόδου είναι προϊόν της εξελικτικής πορείας των φυτών του παρελθόντος, που διήρκεσε εκατομμύρια χρόνια.
Το γένος εξαπλώνεται από την ανατολική Ασία, μέσω της Μικρός Ασίας, προς τη βόρεια και κεντρική Αμερική. Απολιθώματα ειδών Liquidambar έχουν βρεθεί στη Βόρεια Αμερική και την Αρκτική, αλλά και στην Ευρώπη, όπου η ηλικία τους κυμαίνεται από 1,6 εκατ. έτη -όση είναι και η ηλικία των ευρημάτων της Ρόδου- έως και 25 εκατ. έτη.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαπίστωση ότι σε παλαιότερες γεωλογικές εποχές Ολιγόκαινου και Μειόκαινου (25 έως 20 εκατ. χρόνια πριν) επικρατούν οι μορφές με τρεις λοβούς στο φύλλο, ενώ στο Πλειο-Πλειστόκαινο (3 έως 1,6 εκατ. χρόνια πριν) εμφανίζονται μορφές φύλλων με πέντε λοβούς, όπως στα δείγματα της Ρόδου, όπου παρατηρείται πλήρης ταύτιση των μορφολογικών γνωρισμάτων του σημερινού Liquidambar orientalis και του απολιθωμένου Liquidambar europaea.
απολίθωμα φύλλου ελιάς (Olea europea) |
Βεβαίως, η μεγάλη έκρηξη η οποία σημειώθηκε το 1645 π.κ.χ. και ήταν η αιτία καταστροφής του μινωικού πολιτισμού είναι η γνωστότερη. Από τότε θεωρούν ότι σχηματίστηκαν τα μεγαλύτερα τμήματα της καλντέρας.
Στην περίφημη αυτή καλντέρα, όμως, έχουν «παγιδευτεί» -μέσα σε σειρές ηφαιστειακών τόφων- εντυπωσιακά φυτικά απολιθώματα φύλλων ελιάς (Olea europea) σε πραγματικά εξαίρετη κατάσταση διατήρησης, ιδιαίτερα σπάνια για το χώρο της Μεσογείου, ηλικίας 50.000-60.000 ετών.
Όπως αναφέρει ο καθηγητής παλαιοντολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Βελιτζέλος, γνωστός και για τις έρευνες του στα απολιθωμένα δάση της Λέσβου, της Λήμνου, της Θράκης και αλλού, «την εποχή εκείνη επικρατούσαν στο χώρο του Αιγαίου ευνοϊκές συνθήκες για την ανάπτυξη αυτής της πολύ σπάνιας και εξαιρετικού επιστημονικού ενδιαφέροντος παλαιοχλωρίδας.
Η σύνθεση αυτής της χλωρίδας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο από την άποψη της φυτογεωγραφικής εξάπλωσης των φυτών του παρελθόντος όσο και για την εντυπωσιακή αφθονία των απολιθωμένων φυτών της ελιάς, του σχίνου (Pistacia lentiscus) και των φοινίκων (Chamaetoes humilis και Phoenix theophrasti). Τα απολιθώματα αυτά αποτελούν ουσιαστική μαρτυρία για την εξελικτική πορεία των φυτών του παρελθόντος όχι μόνο στο χώρο του Αιγαίου και της Ελλάδας, αλλά και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο». Η ελιά, πολλές χιλιετίες αργότερα, συνδέθηκε στενότατα με τη ζωή και τον πολιτισμό των νησιωτών.
Η συκιά και οι συκοφάντες
Εχει δει κανείς ανθισμένη συκιά; Μη βιαστείτε να απαντήσετε, γιατί η συκιά είναι μια από τις παράξενες περιπτώσεις στο φυτικό βασίλειο. Τα θηλυκά της άνθη είναι πολυάριθμα και μικροσκοπικά, βρίσκονται όμως κλεισμένα μέσα στο... σύκο. Οι συκιές έχουν συνήθως τα θηλυκά άνθη τους σε ξεχωριστά δέντρα από τα αρσενικά. Η αρσενική συκιά είναι αυτή που ο λαός θεωρεί άγρια και την ονομάζει «ορνό». Τα σύκα της δεν τρώγονται, περιέχουν όμως τα αρσενικά άνθη και είναι απαραίτητα για τη γονιμοποίηση των θηλυκών. Τη μεταφορά των γυρεόκοκκων αναλαμβάνει ένα μικροσκοπικό έντομο. Μετά τη γονιμοποίηση ακολουθεί η ωρίμαση των πολυάριθμων μικρών καρπών, που μένουν κολλημένοι στο παχύ, γλυκό και μαλακό τρίχωμα του σύκου. Όλα αυτά, λοιπόν, συμβαίνουν μέσα στο σύκο που, επειδή περιβάλλει τους πολυάριθμους καρπούς της συκιάς, αποτελεί μια «ταξικαρπία».
Η συκιά ήταν γνωστή από τους προϊστορικούς χρόνους. Κατά την ελληνική μυθολογία, σε συκιά μεταμορφώθηκε o τιτάνας Συκέας για να γλιτώσει από την οργή του Δία μετά την Τιτανομαχία. Τα σύκα ήταν από τα αγαπημένα φρούτα των Αθηναίων. Τόσο τα εκτιμούσαν ώστε απαγόρευαν την εξαγωγή τους. Την εποχή εκείνη «ο επ' αμοιβή καταδίδων τον παρανόμως εξάγοντα σύκα» ονομαζόταν «συκοφάντης». Αργότερα, επειδή γίνονταν ψευδείς καταγγελίες για τα χρήματα και μόνο, η λέξη απέκτησε το νόημα που έχει σήμερα. Κατά τον Όμηρο, ο Λαέρτης αναγνώρισε τον Οδυσσέα επειδή αυτός του υπενθύμισε πού είχε φυτέψει τις σαράντα συκιές που του είχε δωρίσει.
Η συκιά απαντάται σε όλη σχεδόν την Ελλάδα. Καρποφορεί το δέκατο χρόνο της ηλικίας της και η καρποφορία της διαρκεί περισσότερα από 50 χρόνια. Τα σύκα καταναλώνονται νωπά, ως φρούτα, ή ξηρά, συσκευασμένα με ειδικό τρόπο. Μερικές φορές χρησιμοποιούνται και για την παραγωγή οινοπνεύματος.
στην τυπική της μορφή (C. raphanina ssp. raphanina ) μέσα σε βράχους και πετρώδεις φρυγανικές εκτάσεις στο νότιο Αιγαίο (Κρήτη, Κάσο και Κάρπαθο). «Στα κενταύρια (πάνω από 70 είδη στην Ελλάδα και περισσότερα από 400 σ' ολόκληρο τον κόσμο) ανήκουν πολλά από τα φαρμακευτικά φυτά της αρχαιότητας και το όνομα του γένους συνδέεται άμεσα με τα "χιμαιρικά" αλογόμορφα πλάσματα των αρχαίων Ελλήνων», όπως μας πληροφορεί ο κ. Μ. Αβραμάκης, βοτανολόγος του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης. Ένα κενταύριο, το «μέγα κενταύριον», απροσδιόριστο βοτανικό είδος μέχρι σήμερα, χρησιμοποίησε και ο Χείρωνας, ο κένταυρος δάσκαλος του Ασκληπιού και παιδαγωγός του Αχιλλέα, για την πληγή στο πόδι που του έκανε κατά λάθος ο Ηρακλής, πληγή που τελικά έμεινε αγιάτρευτη και του κόστισε την αθανασία...
Ελάχιστοι Έλληνες γνωρίζουν ότι η Ολλανδία δεν έχει «άγριες» τουλίπες στο περιβάλλον της. Οι πασίγνωστες ολλανδικές τουλίπες έχουν ως κύρια προέλευση τους τη Μικρά Ασία και τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου όπως η Χίος.
H τουλίπα πήρε το όνομα της από το κάλυμμα του κεφαλιού, το τουρμπάνι, που στα τουρκικά λεγόταν «tulip». Με κάποιες μετατροπές έγινε «ΐαΐίρ». Στην Τουρκία, όμως, όπως και στη Χίο, οι τουλίπες εξακολουθούν ακόμη και σήμερα να ονομάζονται «λαλέδες». Τον Μάρτιο η κεντρική Χίος γίνεται ξαφνικά κατακόκκινη από τη θάλασσα των εξαίσιων τουλιπών που ανθίζουν. Ιδιαίτερα μέσα σε γεωργικές καλλιέργειες όπως στους ελαιώνες.
Φαίνεται πραγματικά περίεργο που κανένας από τους τόσους περιηγητές της Χίου δεν αναφέρει το εξαιρετικό φαινόμενο της παρουσίας των τουλιπών. Η παράλειψη αυτή μπορεί και να οφείλεται στο ότι η παρουσία του μαστιχοφόρου σχίνου στη Χίο, μια άλλη αποκλειστικότητα του νησιού, μονοπώλησε το ενδιαφέρον των επισκεπτών.'Οπως αναφέρει ο μελετητής της χλωρίδας της Χίου, Π. Σαλιάρης, στο βιβλίο του «Αγριολούλουδα της Ελλάδας» (1995), οι Ολλανδοί πρόξενοι στη Χίο του 16ου και του 17ου αιώνα έστελναν συνεχώς στη χώρα τους βολβούς τουλιπών για αξιοποίηση.
Κρίνοι, τα άνθη των θεών
Με τη γενική ονομασία «κρίνοι» ή «κρινάκια» ο λαός μας εννοεί τουλάχιστον εκατό διαφορετικά είδη φυτών. Ο πρώτος λαός που αγάπησε τους κρίνους ήταν οι Μινωΐτες της Κρήτης. Φαίνεται πιθανό οι κρίνοι να ήταν τα ιερά άνθη της μεγάλης Θεάς-Μητέρας, κυρίαρχης θεότητας της εποχής. Αργότερα, στα χρόνια των Μυκηναίων, όταν η θεά-μητέρα Διώνη αντικαταστάθηκε από τον Δία, ο λευκός κρίνος συνδέθηκε με τη σύζυγο του, την Ήρα. Με το πέρασμα από το δωδεκάθεο στο χριστιανισμό ο λευκός κρίνος έγινε το σύμβολο της Παναγίας.
Στην Ελλάδα φυτρώνουν πέντε από τα πραγματικά είδη κρίνων. Πιο γνωστός είναι ο λευκός παρθενικός κρίνος (Lilium candidum). Το είδος καλλιεργείται σε ολόκληρη την Ελλάδα και σποραδικά φυτρώνει άγριο, συνήθως σε βραχώδεις και απλησίαστες τοποθεσίες, όπως τα βράχια του Βίκου στην Ήπειρο ή των Τεμπών στη Θεσσαλία. Ο μεγαλύτερος άγριος πληθυσμός του βρίσκεται στο λόφο του Αγίου Αθανασίου, πάνω από την πόλη της Καστοριάς.
Ένα άλλο πολύ κοινό είδος είναι ο κόκκινος κρίνος (Lilium chalcedonicum), που φυτρώνει στα ξέφωτα των ορεινών δασών, από την Ήπειρο ως τον Ταΰγετο και τον Πάρνωνα.
Υπάρχει και ο ροζ κρίνος (Lilium martagon), που πήρε το λατινικό όνομα του από το ρωμαϊκό θεό Martes , που είναι ο αντίστοιχος του Αρη. Το ύψος του μπορεί να φτάσει το μπόι ενός ανθρώπου. Φυτρώνει στην Πίνδο και στα βουνά της Ρούμελης.
Ο κίτρινος κρίνος της Ηπείρου {Lilium albanicum) είναι ο πιο μικρός. Το ύψος του δεν ξεπερνά τα 80 εκ., ενώ τα άνθη του τα 5 εκ. Φυτρώνει στη βόρεια Πίνδο, σε περιοχές με σερπεντινικά πετρώματα, όπως στο Σμόλικα, στη Βασιλίτσα, στη Βόλια Κάλντα κ.ά.
Τέλος, υπάρχει ο πανέμορφος κρίνος της Ροδόπης (Lilium rhodopaeum), με μεγάλα κίτρινα άνθη, που η διάμετρος τους φτάνει τα 10 εκ. Είναι ενδημικό είδος της οροσειράς της Ροδόπης, που φυτρώνει στα ξέφωτα.
Ο κρόκος καλλιεργείται στην Κοζάνη εδώ και τρεις αιώνες, όταν έμποροι τον έφεραν από την Αυστρία. Από τότε η παραγωγή συνεχίζεται στα χωριά της περιοχής και κυρίως στον Κρόκο, έναν οικισμό που πήρε την ονομασία του από το φυτό. Το σαφρόν είναι ακριβό, όχι μόγο γιατί τα λουλούδια του είναι σπάνια και εφήμερα, αλλά και γιατί απαιτεί έντονη χειρωνκτική εργασία, καθώς τα εύθραυστα λουλούδια πρέπει να συλλεχτούν και να ξεδιαλεχτούν με το χέρι. Αφήστε που χρειάζονται περίπου 50.000 στίγματα του ύπερου για να πάρουμε μόλις 100 γραμμάρια από σαφρόν. Στον Κρόκο, οι αγρότες καλλιεργούν 10.000 στρέμματα που παράγουν περίπου 8 τόνους σαφρόν τον χρόνο. Ο κρόκος φυτεύεται καλοκαίρι και η συγκομιδή αρχίζει στα μέσα Οκτώβρη και διαρκεί λιγότερο από ένα μήνα. Οι αγρότες τότε τρέχουν και δεν φτάνουν, καθώς αν παραμείνουν τα στίγματα εκτεθειμένα πολύ χρόνο στον ήλιο ή τον αέρα, χάνουν το χρώμα και το άρωμα τους.
Το διάστημα που ακολουθεί, οι κάτοικοι του Κρόκου έχουν στα δάκτυλα τους κηλίδες από κιτρινο-κόκκινο χρώμα, απομεινάρια της ενασχόλησης τους με τη συγκομιδή του σαφρόν. Βίαιες κινήσεις στη συλλογή ή την επιλογή μπορούν να καταστρέψουν την πολύτιμη σοδειά, ενώ και η διαδικασία αποξήρανσης είναι πολύ ευαίσθητη, καθώς τότε τα στίγματα αναπτύσσουν το βαθυκόκκινο χρώμα τους, βασικό κριτήριο ποιότητας του σαφρόν.
Το φυτό είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Βρέθηκε στους αιγυπτιακούς τάφους των Θηβών (1800 π.Χ.). Αναφέρεται από το Θεόφραστο, χρησιμοποιήθηκε από τον Ιπποκράτη ως αναισθητικό και γι' αυτό ο Διοσκουρίδης αφιερώνει μακρά αναφορά με πολυάριθμες χρήσεις, ακόμα και για προβλήματα που έχουν οι... ελέφαντες. Στη Βίβλο αναφέρεται για τις αφροδισιακές ιδιότητες του, ενώ από το Μεσαίωνα άρχισαν να του αποδίδουν μαγικές ιδιότητες. Η ρίζα του, που θυμίζει ανθρώπινη φιγούρα, έδωσε αφορμή να τον θεωρήσουν προϊόν... μετεμψύχωσης ανθρώπου που έχει αυτοκτονήσει! Όποιος τον ξερίζωνε έχανε τη ζωή του, εκτός αν το ξερίζωμα του γινόταν νύχτα με πανσέληνο και ήταν παρών κι ένας μαύρος σκύλος δεμένος με σκοινί από το φυτό! Τη στιγμή, όμως, που το φυτό ξεριζωνόταν άφηνε μια οξεία κραυγή, που τρέλαινε όποιον την άκουγε!
Πέρα από αυτές τις δοξασίες, σήμερα γνωρίζουμε ότι ο μανδραγόρας περιέχει δραστικά αλκαλοειδή όπως η υοσκυαμίνη, η μανδραγορίνη και η σκοπολαμΐνη. Τα αλκαλοειδή αυτά δρουν στο Κεντρικό Νευρικό Σύστημα (ΚΝΣ). Γι' αυτό αρχικό σύμπτωμα της δηλητηρίασης από μανδραγόρα είναι η δυσκολία στην όραση, που ακολουθείται από παραλήρημα και οδηγεί σε καταστολή του ΚΝΣ και θάνατο. Σήμερα ο μανδραγόρας ελάχιστα χρησιμοποιείται στην ιατρική ή τη φαρμακευτική. Αλκαλοειδή με δράση ανάλογη αυτών του μανδραγόρα αλλά χωρίς επικίνδυνες παρενέργειες μπορούν να απομονωθούν κι από άλλα φυτά, όπως η άτροπος, η ευθάλεια ή ο υοσκύαμος.
Τα στόματα, λοιπόν, είναι «ζωντανά» ανοίγματα που ελέγχουν την είσοδο και την έξοδο αερίων στο φύλλο, αλλά κυρίως ελέγχουν τις απώλειες του νερού. Αυτό το καταφέρνουν χάρη σε δύο εξειδικευμένα κύτταρα που έχουν. Τα κύτταρα, ανάλογα με τις συνθήκες του περιβάλλοντος, ανοίγουν ή κλείνουν το μεταξύ τους χώρο -το στοματικό πόρο-, όπως φαίνεται στις φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο.
Όπως γίνεται φανερό, τα στόματα έχουν λόγο ύπαρξης στα υπέργεια μέρη του φυτού Θεωρείται πολύ φυσικό -και μέχρι πρότινος ήταν αποδεκτό- ότι στη ρίζα δεν υπάρχει λόγος να υπάρχουν στόματα. Αίφνης, όμως, κάποιο από τα θαυμαστά μεσογειακά φυτά έδειξε ότι οι κανόνες έχουν τις εξαιρέσεις τους.
Στο Εργαστήριο Βοτανικής του Πανεπιστημίου Αθηνών το ενδιαφέρον μιας επιστημονικής ομάδας είχε εστιαστεί στις προσαρμογές των μεσογειακών φυτών και ειδικότερα σ' αυτές του ριζικού τους συστήματος. Μελετώντας τις ρίζες της χαρουπιάς, διαπίστωσαν ότι κάτι παράξενο συμβαίνει. Ηταν δυνατόν; Κι όμως, υπήρχαν στόματα στη ρίζα. Η σημαντική αυτή ανακάλυψη δημοσιεύτηκε ταχύτατα σε διεθνούς κύρους έντυπα, ενώ απασχόλησε ιδιαίτερα και το βρετανικό ημερήσιο Τύπο. Ένας Άγγλος ειδικός ρώτησε μάλιστα με χιούμορ: «Τελικά πώς τα κατάφεραν οι Έλληνες κι έβαλαν στόματα εκεί κάτω;»! Ο λόγος για τον οποίο τα στόματα υπάρχουν στη ρίζα αυτού του φυτού καθώς και η λειτουργικότητα τους αποτελούν αντικείμενο έρευνας. Φαίνεται μάλιστα ότι μας περιμένουν κι άλλες ακόμα εκπλήξεις.
Ενα φυτό με ψυχή μαύρη
Τα λένε αμάραντα ή σεμπερβίβα (στα Κύθηρα), και σε άλλες γλώσσες everlastings, immortelles, perpetuini d'Italia, καθώς τα άνθη τους με το περίβλημα από χρωματιστά λεπτά, ξηρά σαν χαρτί βράκτια διατηρούνται για μήνες ή για χρόνια. Είναι δημοφιλή διακοσμητικά φυτά σε όλο τον κόσμο, παραδοσιακά για νεκρικά στεφάνια. Το βοτανικό τους όνομα Helichrysum (ελίχρυσον) προέρχεται από το αρχαίο «ελειόχρυσος», που κατά τον Θεόφραστο χρησιμοποιούσαν οι στεφανηπλόκοι (κυρίως το Η. orientale, ενδημικό του Αιγαίου). Λεγόταν ότι αυτό το στεφάνι, ραντισμένο με «άπυρο χρυσό», χάριζε δόξα, ενώ, αναμειγμένο με κρασί, ήταν γιατρικό για δαγκώματα και καψίματα.
Από τα περίπου 28 αυτοφυή στην Ευρώπη είδη Helichrysum, στην Ελλάδα απαντούν εννιά. Είναι τυπικά ξηρόφυτα, με φύλλα χνουδωτά που μειώνουν τη διαπνοή (χαρακτηριστικό εκείνων των φρύγανων που απαντώνται σε απόκρημνα φαράγγια είτε σε παράκτιες περιοχές των νησιών και των βραχονησίδων). Τα κίτρινα, ιδιαίτερα τα Η. italicum και Η. stoechas, είναι αρωματικά (με έντονη μυρωδιά κάρι), με διαδεδομένη τη χρήση τους ως αιμοστατικών και για την ενίσχυση του νευρικού συστήματος. H. taenari, (Ταίναρο), το φαντασμαγορικό Η. sibthorpii (Άθως), τα λευκορόδινα Η. amorginum (Αμοργός) και Η. doerfleri (Α. Κρήτη) και το κίτρινο Η.sibthorpii (Δ. Κρήτη) υπάρχουν μόνο στην Ελλάδα, σε μικρούς πληθυσμούς, και θεωρούνται απειλούμενα. Η πικροδάφνη χρησιμοποιήθηκε ως φάρμακο αρχικά από Άραβες γιατρούς. Στην Ευρώπη όμως έγινε γνωστή για τη φαρμακευτική της δράση πολύ αργότερα, όταν απομονώθηκε το κύριο δραστικό συστατικό του γαλακτώδους χυμού της, η ολεανδρίνη. Σήμερα ελάχιστα χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, κυρίως ως καρδιοτονωτικό.
Φραγκόσυκο ή βαρβαρόσυκο
Η φραγκοσυκιά, μολονότι θεωρείται τυπικό φυτό της Μεσογείου, ήρθε στην περιοχή μας από το Μεξικό. Ενώ η ελληνική ονομασία του φυτού υποδηλώνει ότι έρχεται από την «πολιτισμένη» Δύση, αξίζει να σημειωθεί ότι στις γαλλόφωνες χώρες έχει το όνομα «βαρβαρόσυκο». Θεωρήθηκε ιδιαίτερα χρήσιμο φυτό για φράχτες, επειδή σχηματίζει εύκολα πυκνές συστάδες, τις οποίες δεν μπορούν να περάσουν ούτε καν τα αιγοπρόβατα. Συγχρόνως, τα φραγκόσυκα, που αναπτύσσονται στην κορυφή των «φύλλων» της, επειδή ωριμάζουν νωρίτερα από τα σύκα και τα σταφύλια, κάλυπταν και διατροφικές ανάγκες. Καθώς η φραγκοσυκιά μπορεί να βγάλει ρίζες από οποιοδήποτε σημείο του υπέργειου τμήματος της, συχνά «ξεφεύγει» από τον έλεγχο. Με τη γρήγορη επέκταση της δημιουργεί προβλήματα και, έτσι, ήταν το πρώτο φυτό στο οποίο έγινε βιολογική καταπολέμηση. Κάτι τέτοιο συνέβη πριν 80 χρόνια στην Αυστραλία, όπου ξαφνικά κατακυρίευσε τα πάντα. Έτσι αποφασίστηκε η μεταφορά εκεί ενός εντόμου από το Μεξικό, φυσικού εχθρού της φραγκοσυκιάς. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας του Γ. Διαμαντόπουλου, καθηγητή στο Α.Π.Θ., αλλά και προσωπικές παρατηρήσεις, στη Στυλίδα σήμερα δεκάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα έχουν καλυφθεί με φραγκοσυκιές, γεγονός που ευχαριστεί τους τοπικούς κτηνοτρόφους.
Το γνωστό μας γκι
Ο ιξός (Viscum album) είναι ένα κοινό φυτό της ελληνικής και ευρωπαϊκής χλωρίδας, γνωστό κυρίως με το γαλλικό του όνομα -γκι- και ταυτισμένο με τη χριστουγεννιάτικη διακόσμηση. Πρόκειται για ημιπαράσιτο και υποχρεωτικό επίφυτο σε διάφορα δέντρα.
Ο Θεόφραστος, στο έργο του «Περί Φυτών Αιτιών», εξηγεί γιατί ο ιξός φύεται μόνο πάνω σε δέντρα και πώς γίνεται η μεταφορά του από δέντρο σε δέντρο. Σχετικά με το πρώτο, συμπεραίνει ότι είναι στη φύση του φυτού η αδυναμία να αναπτυχθεί στο έδαφος. Ως προς το δεύτερο, εξηγεί ότι τα πουλιά τρώνε τις μονόσπερμες ράγες του ιξού και μετά τα σπέρματα αποβάλλονται και «κολλούν», με τη βοήθεια της κολλώδους ουσίας και της τύχης, σε κλαριά κοντινών ή μακρινών δέντρων, όπου και φυτρώνουν.
Φοίνικες του θεόφραστου
Στην περιοχή της Μεσογείου -αλλά και στην Ευρώπη γενικότερα- υπάρχουν μόνο δύο είδη αυτοφυών φοινίκων: Στη δυτική, ο Chamaerops humilis γνωστός και ως νανοφοίνικας, και στην ανατολική ο φοίνικας του Θεόφραστου (Phoenix theophrastii), που φύεται στην Κρήτη. Τρεις δεκαετίες πριν, ο καθηγητής Greuter τον αναγνώρισε ως νέο είδος και τον ονόμασε έτσι προς τιμήν του πατέρα της βοτανικής Θεόφραστου (372-287 π.Χ).
Βεβαίως, ο φοίνικας στην Κρήτη, όπως φαίνεται από τις τοιχογραφίες της Κνωσού, ήταν γνωστός ήδη από τη μινωική εποχή. Μάλιστα, ο Θεόφραστος στο Περί Φυτών Ιστορίαι ελάχιστα τον περιγράφει με λεπτομέρειες και βεβαιώνει την παρουσία του εκεί.
Παλαιότερα οι βοτανικοί είχαν θεωρήσει ότι το φοινικόδασος του Βάι στη ΒΑ. Κρήτη, έκτασης περίπου 200 στρεμμάτων, ήταν το μοναδικό σημείο εξάπλωσης του είδους. Μέχρι που βρέθηκαν σημαντικές εμφανίσεις στην Πρέβελη, στην έξοδο του Κουρταλιώτη στο Λιβυκό Πέλαγος (Ν. Ρεθύμνου) και στο χωριό Αχεντριά (Ν. Ηρακλείου). Η ανακάλυψη του δε από τον καθηγητή Racham, του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ, στην Κάρπαθο και στη Χάλκη, καθώς και στη ΝΔ. Τουρκία, δείχνει μια ακόμη μεγαλύτερη εξάπλωση του «πρίγκιπα των φυτών» (Principes plantarum), όπως χαρακτηρίζει γενικά τους φοίνικες ο Λινναίος.
Ρίγανη
Αρωματικό και μελισσοτροφικό φυτό, η ρίγανη ή Origanum vulgaris , που χρησιμοποιείται και ως μυρωδικό στη μαγειρική, είναι γνωστή από τους αρχαίους χρόνους και για τις φαρμακευτικές ιδιότητες της. Κατά το Μεσαίωνα είχε διαδοθεί ως πανάκεια. Σήμερα, στη λαϊκή ιατρική, χρησιμοποιείται για τη θεραπεία πνευμονικών νοσημάτων (εισπνοές), για την ανακούφιση από τον πονόδοντο, αλλά και ως αντισηπτικό για τα τραύματα.
Το αιθέριο έλαιο της, το ριγανέλαιο, που συγκεντρώνεται σε πολυκύτταρες τρίχες κυρίως στην επιδερμίδα των φύλλων της (πάνω), περιέχει εκτός των άλλων θυμόλη και καρβακόλη. Ιδιαίτερη προσπάθεια καταβάλλεται να επιλεγούν ποικιλίες ρίγανης που παράγουν μεγαλύτερη ποσότητα αιθέριου ελαίου, χρήσιμου στη φαρμακοβιομηχανία. Οι ποικιλίες αυτές θα μπορούσαν να καλλιεργηθούν με σημαντικό οικονομικό όφελος.
Το Κώνειο
Ο Σωκράτης πέθανε πίνοντας το κώνειο, που δεν ήταν τίποτα παρά ο χυμός από το ομώνυμο φυτό, το οποίο απαντά αυτοφυές σε όλη την Ελλάδα. Ο λαός το αποκαλεί μαγκούτα ή βρομόχορτο. Τα φύλλα του μοιάζουν με του μαϊντανού και τα ζώα αποφεύγουν να το βόσκουν, ίσως γιατί τους μυρίζει πολύ άσχημο. Το Κώνειο το στικτό ( Conium maculatum) ζεί δύο μόνο χρόνια και ανθίζει τη δεύτερη χρονιά της ζωής του. Όλα τα μέρη του είναι εξαιρετικά δηλητηριώδη. Αν κάποιος τελικά δεν χάσει τη ζωή του από κατανάλωση κώνειου, τότε, το πιθανότερο, θα μείνει παράλυτος ή με μυική αδυναμία. Το κώνειο το γνώριζαν καλά οι αρχαίοι Έλληνες Ο Θεόφραστος αναφέρει ότι φέρει το θάνατο χωρίς πόνους, ενώ ο Ιπποκράτης το χρησιμοποιούσε κυρίως ως αναλγητικό. Ο Διοσκουρίδης συνιστά το εκχύλισμα του βλαστού για την... ανατομική βελτίωση που θα υπέφερε σήμερα ένας αισθητικός χειρουργός στις γυναίκες με την προσθήκη σιλικόνης στο στήθος. Στη λαϊκή ιατρική, με το εκχύλισμα του παρασκευάζονται αλοιφές για εξωτερική χρήση που έχουν παυσίπονη δράση σε περιπτώσεις καρκίνου, έρπητα, ψώρας και άλλων ασθενειών. Δεξιά διακρίνουμε το κώνειο στο δεύτερο χρόνο της ζωής του.
Η προσαρμοστικότητα της ελιάς
Θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ότι το αργυρόλευκο χρώμα που έχει η κάτω επιφάνεια των φύλλων της ελιάς (Olea europaea) οφείλεται σε εκατομμύρια μικροσκοπικές πολυκυτταρες αστεροειδείς τρίχες, πυκνά τοποθετημένες έτσι ώστε να προστατεύουν το φύλλο από τις απώλειες νερού; Είναι κι αυτές -όπως και το βαθύ ριζικό σύστημα και η ικανότητα των φύλλων να συγκρατούν το νερό- μια από τις προσαρμογές που «επινόησε» η ελιά για να επιβιώσει στις αντίξοες για τα φυτά συνθήκες του μεσογειακού κλίματος.
Αθάνατος
Πρόκειται για την κοινή ονομασία ενός πολύ γνωστού κακτόμορφου φυτού που χρησιμοποιείται για την κατασκευή φυσικών φραχτών. Το επιστημονικό του όνομα είναι Αγαύη η αμερικανική (Agave americana) και στην πραγματικότητα δεν ανήκει στην οικογένεια των κάκτων αφού είναι φυτό μονοκοτυλήδονο - οι κάκτοι είναι δικοτυλήδονα φυτά. Κατάγεται από το Μεξικό, αλλά έχει εγκλιματιστεί τόσο καλά στη χώρα μας που θεωρείται πλέον αυτοφυές. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον χαρακτηριστικό τού αθάνατου είναι ότι ανθίζει και καρποφορεί μόνο μία φορά κατά τη διάρκεια της ζωής του και, στη συνέχεια, καταστρέφεται είναι, δηλαδή, φυτό μονοκαρπικό. Οι ταξιανθίες του εμφανίζονται στην κορυφή ενός ισχυρότατου βλαστού που φτάνει σε ύψος τα 15 μέτρα. Ζει από 20 μέχρι κaι 100 χρόνια, ενώ, αν παρεμποδιστεί η άνθιση του, μπορεί να ζήσει πολύ περισσότερο. Από τις ίνες των φύλλων συγγενών ειδών του αθάνατου κατασκευάζονται σκοινιά, ενώ τα φύλλα ενός είδους του δίνουν ένα σακχαρούχο χυμό από τον οποίο παρασκευάζεται στο Μεξικό η «τεκίλα».
Ένα φυτό με ερωτική παράδοση
Η Φαίδρα, σύζυγος του βασιλιά της Αθήνας Θησέα, ερωτεύτηκε το θετό γιο της Ιππόλυτο. Ο νέος δεν ανταποκρινόταν στον έρωτα της, κι αυτή, πάνω στην ταραχή της, τρυπούσε με μια βελόνα τα φύλλα ενός φυτού που ήταν αφιερωμένο στη θεά του έρωτα Αφροδίτη. Πρόκειται για τη μυρτιά (Myrtus communis) ή μυρσίνη. Αν δείτε το φύλλο του φυτού απέναντι από το φως, θα βεβαιωθείτε ότι είναι όλο γεμάτο μικροσκοπικές φωτεινές κηλίδες. Η αλήθεια είναι ότι στο μικρό λογχοειδές φύλλο της μυρτιάς οι τρύπες της Φαίδρας δεν είναι παρά οι αδένες που παράγουν το εύοσμο αιθέριο έλαιο του φυτού, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, στη φαρμακευτική και στην παρασκευή καλλυντικών. Αυτό το αιθέριο έλαιο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίες Ελληνίδες ως αποσμητικό και νι' αυτό η μυρτιά θεωρήθηκε «γυναικείο» φυτό. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι, όταν ανασκάπτουν τάφους και βρίσκουν φύλλα μυρτιάς, είναι βέβαιοι ότι πρόκειται για γυναικείους τάφους. Αντίστοιχα, στους ανδρικούς τάφους βρίσκονται φύλλα ή κλαδιά βελανιδιάς.
Κρητικός έβενος
Πλουμί, αρχοντόξυλο, γουλαστράκη, πούλιες, αλιματσά, κουρμουτσούλη... είναι ορισμένα από τα λαϊκά ονόματα που δίνουν οι ντόπιοι στο ενδημικό αυτό κρητικό βότανο (Ebenus creticus). Τα πολλά ονόματα τονίζουν τη σημασία που δίνουν οι κάτοικοι του νησιού στο βοτάνι τους, την αγάπη τους για τις ομορφιές της φύσης γύρω τους, αλλά και καταδεικνύουν την ανάγκη για μια σταθερή διεθνή επιστημονική ονοματολογία.
«Αν και ενδημικό είδος, ο έβενος αποτελεί ένα από τα κοινότερα εντυπωσιακά λουλούδια της Κρήτης. Πράγματι, λίγο πριν την Πρωτομαγιά, πλημμυρίζει με τα κόκκινα χνουδωτά άνθη του τις πλαγιές των φαραγγιών και των λόφων στα χαμηλά υψόμετρα του νησιού» εξηγεί ο κ. Μ. Αβραμάκης, βοτανολόγος του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Κρήτης. «Παλιότερα, ξεραίνοντας τα κόκκινα χνουδωτά άνθη, οι Κρητικοί γέμιζαν μ' αυτά τα μαξιλάρια τους, ενώ αποτελούσαν επίσης μία από τις πιο συνηθισμένες τροφές για τα κουνέλια τους».
Νούφαρα: φυτά-κολυμβητές
Στη χώρα μας τα νούφαρα είναι γνωστά ήδη από την αρχαιότητα. Απαντούν δύο είδη, η Νυμφαία η λευκή (Nymphaea alba) ή λευκό νούφαρο και το Νούφαρο το κίτρινο (Nuphar lutea).
Τα φύλλα τους είναι μεγάλα κι επιπλέουν χάρη σ' ένα σύστημα «πλωτήρων» που διαθέτουν στο εσωτερικό τους. Οι «πλωτήρες» αυτοί μπορούν να συγκρατήσουν τον αέρα με τη βοήθεια κάποιων εξειδικευμένων κυττάρων που ονομάζονται σκληρεΐδες. Παρόμοια κύτταρα αλλά και «αεροθαλάμους» διαθέτουν και οι μίσχοι των φύλλων.
Κι ενώ τα άνθη του κίτρινου νούφαρου είναι πάντα κίτρινα αλλά και πιο μικρά, τα άνθη του λευκού νούφαρου μπορεί να έχουν και άλλα χρώματα, μια και υπάρχουν πολλά υβρίδια του είδους. Είναι πολύ όμορφα και συχνά θα τα δούμε σε λίμνες πάρκων ως καλλωπιστικά.
Τα χρώματα της ίριδας
Πήραν το όνομα τους από την Ίριδα, τη χρυσόφτερη αγγελιαφόρο που μεταφέρει τα μηνύματα των θεών τόσο μεταξύ τους όσο και στους ανθρώπους, αλλά και στον Κάτω Κόσμο, εκεί όπου κανένας άλλος δεν μπορεί να πάει. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που ακόμα και σήμερα, τα ψυχοσάββατα, πολλοί στολίζουν ους τάφους των συγγενών τους με πολύχρωμες ίριδες. Ένα από τα δέκα αυτοφυή είδη τίου απαντούν στην Ελλάδα είναι και η μικρή αττική ίριδα (Iris attica), γνωστή και ως «κρινάκι», που δύσκολα τη διακρίνει ο ανυποψίαστος επισκέπτης. Σε μια βραχώδη περιοχή του Λαυρίου, κοντά στις καμινάδες του θερμοηλεκτρικού σταθμού της ΔΕΗ, σε μια έκταση όχι μεγαλύτερη από 50 τ.μ., μπορεί κανείς να συναντήσει άσπρα, κίτρινα, μοβ και μπλε άτομα, που φυτρώνουν είτε κατά ομοιόχρωμες συστάδες είτε μεμονωμένα. Άλλα άτομα αφθονούν περισσότερο, όπως τα άσπρα και τα ανοιχτά κίτρινα, ενώ άλλα, όπως τα μπλε και τα μοβ, είναι πιο σπάνια.
Γιατί όμως το είδος αυτό παρουσιάζει τέτοια χρωματική ποικιλία; Είναι τυχαίο που η Ίριδα παρουσιάζεται και ως προσωποποίηση του ουράνιου τόξου; Ίσως με το χρωματικό αυτό πλούτο να προσελκύει περισσότερα είδη εντόμων-επικονιαστών, καθένα από τα οποία έχει τη δυνατότητα να διακρίνει και διαφορετικό χρώμα, εξασφαλίζοντας έτσι την αναπαραγωγή του. Άλλωστε ο περιορισμένος χρόνος ζωής αυτών των μικρών συστάδων -γύρω στις 15 μέρες, από τα τέλη Φεβρουαρίου ως τις αρχές Μαρτίου- επιβάλλει την κινητοποίηση όλων των μηχανισμών αναπαραγωγής του είδους. Ίσως, πάλι, να μειώθηκαν οι πληθυσμοί κάποιου είδους εντόμου-επικονιαστή, με αποτέλεσμα η μια ποικιλία να υποχωρεί έναντι μιας άλλης, η oποία γονιμοποιείται κανονικά κι έτσι σταδιακά επικρατεί. Μπορεί όμως να πρόκειται απλώς για την ανάδειξη νέων ποικιλιών, ως αποτέλεσμα ενός γενετικού πλούτου που διαθέτει «εν δυνάμει» το είδος αυτό.
«Εμένα που με βλέπεις είμαι 80 χρονών. Όμως, θα ξαναφυτέψω στο περιβόλι κυδωνιές, όπως παλιά» λέει ο Δ. Πλάκας, κάτοικος του χωριού Μηλιές στο Πήλιο, ενθυμούμενος παλιές δόξες. Όπως τότε που η κυδωνιά ήταν απαραίτητο «συστατικό» των περιβολιών, μια και ο καρπός της ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος για μια σειρά προϊόντων, από το περίφημο κυδωνόπαστο μέχρι το γλυκό του κουταλιού. Το πόσο διαδεδομένο ήταν το κυδώνι φαίνεται και από το πόσο συχνά είχε χρησιμοποιηθεί ο όρος «κυδωνότοπος» στο παρελθόν. Το Αϊβαλί της Τουρκίας, για παράδειγμα, αυτό σημαίνει. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι οι πρόσφυγες από το Αϊβαλί δημιούργησαν τις «Νέες Κυδωνιές». Όμως, από τη δεκαετία του '70 και στη συνέχεια τα νέα προϊόντα που εμφανίστηκαν εκτόπισαν τα παραδοσιακά παρασκευάσματα, όπως το παστοκύδωνο. Έτσι οι «κυδωνεώνες» είχαν εγκαταλειφθεί, καθώς τα δέντρα ξεραίνονταν το ένα πίσω από το άλλο και η νέα γενιά είχε ελάχιστη σχέση με το κυδώνι. Όλα, όμως, αυτά ανήκουν στο παρελθόν από μια σύμπτωση που έχει σχέση με τη μόδα των τελευταίων ετών, δηλαδή το να σερβίρουν ως επιδόρπιο στα εστιατόρια ψητό κυδώνι. Με βάση την έρευνα που πραγματοποιήσαμε πρόσφατα στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, η κατανάλωση κυδωνιού στη Θεσσαλονίκη έχει τριπλασιαστεί τα τελευταία τρία χρόνια. Αν προσθέσουμε και τη νέα χρήση του κυδωνιού στην αγορά, να συνοδεύει δηλαδή ως γλυκό του κουταλιού νέες συσκευασίες γιαουρτιού, καταλαβαίνουμε γιατί οι «κυδωνεώνες» φαίνεται να επανέρχονται θριαμβευτικά στην ελληνική φύση.
Είναι βέβαιο ότι στον άνθρωπο προκάλεσε πολλές απορίες το γεγονός ότι ανθίζει τόσο νωρίς -τέλος Ιανουαρίου- πριν τελειώσει ο χειμώνας. Οπότε υπάρχει ο κίνδυνος ο «όψιμος» παγετός να «κάψει» τα λουλούδια της. Όμως τα πάντα φαίνεται να έγιναν με σοφία στη φύση. Η αμυγδαλιά ανθίζει νωρίς, επειδή σε σχέση με τα άλλα φυτά έχει «ατελή» άνθη. Αυτό δημιουργεί προβλήματα με την απαραίτητη παρουσία των εντόμων που θα μεταφέρουν τη γύρη από το αρσενικό λουλούδι στο ωάριο του θηλυκού λουλουδιού, για να γίνει η γονιμοποίηση.
Αν, λοιπόν, η αμυγδαλιά άνθιζε αργότερα, μαζί με τα άλλα φυτά, υπήρχε ο κίνδυνος τα έντομα που τη γονιμοποιούν να προτιμούσαν τα άλλα λουλούδια. Έτσι, ανθίζοντας νωρίς και μόνη της διασφαλίζει την παρέμβαση των εντόμων που είναι αναγκασμένα, θέλοντας και μη να την προτιμήσουν.
Την εποχή άνθισης της αμυγδαλιάς στην αρχαία Αθήνα γίνονταν τα «Ανθεστήρια». Στη διάρκεια τους, οι γονείς στεφάνωναν τα τρίχρονα παιδιά, ίσως γιατί άρχιζε η άνοιξη της ευχάριστης ζωής τους.