...Ένα μικρό εξάχρονο κοριτσάκι, με κοκκινωπές κοτσιδούλες είχε βγει για ψώνια.
Εκείνη την ώρα είχε πιάσει δυνατή βροχή. Από κείνη τη βροχή που σε ταξιδεύει καθώς χορεύει ρυθμικά πάνω στο δρόμο, στα υπόστεγα και στις αναμνήσεις. Μέσα στο κατάστημα είχαμε μαζευτεί πολλοί περιμένοντας να περάσει η μπόρα. Άλλοι περίμεναν υπομονετικά και άλλοι βαστώντας τα μούτρα τους, επειδή η βροχή τους καθυστερούσε από το βιαστικό τους πρόγραμμα.
Η βροχή με μαγεύει. Η μουσική της με πάει σ' άλλους κόσμους. Χάνομαι στον ήχο και την θέα τ' ουρανού να καθαρίζει την βρωμιά του κόσμου. Τα παιδικά μου χρόνια ζωντανεύουν όταν δίχως να το σκεφτώ έβγαινα και έτρεχα και πηδούσα με δύναμη μέσα στις λιμνούλες…στα ρυάκια που γέμιζαν τα ακροδρόμια… διώχνοντας μακριά τις έγνοιες και τις στεναχώριες.
Ξαφνικά η φωνή της μικρής διέκοψε την αναπόληση
«Έλα μαμά να τρέξουμε στη βροχή!»
«Τι;» ρώτησε εκείνη έκπληκτη
«Πάμε να τρέξουμε στην βροχή» ξανάπε το κορίτσι...
«Γλυκιά μου θα περιμένουνε λίγο ακόμα μέχρι να κοπάσει» της απάντησε αυτή
«Μα θα γίνουμε μούσκεμα» παρατήρησε η μητέρα
«Όχι!» διαμαρτυρήθηκε το κορίτσι. «Άλλα μου έλεγες το πρωί!»
«Το πρωί; Σου είπα εγώ το πρωί ότι θα τρέχουμε μέσα στη βροχή δίχως να βραχούμε;»
«Μα δεν θυμάσαι καλέ μαμά; Όταν μίλαγες στον μπαμπά για τον καρκίνο του είπες πως αν μας βοηθήσει ο Θεός να το περάσουμε αυτό, θα μπορούμε να περάσουμε τα πάντα ύστερα!»
Είχαμε μείνει όλοι άφωνοι. Δεν ακουγόταν λέξη. Από κανέναν. Μόνο η βροχή. Δεν έφευγε κανένας. Περιμέναμε την απάντηση της μάνας. Είχε σταματήσει για να σκεφτεί τι θα απαντούσε στην κόρη της. Ήταν μια στιγμή πολύ σημαντική για την ζωή της μικρής. Μια στιγμή όπου η αγνή πίστη έπρεπε να τραφεί για να ανθίσει.
«Αγάπη μου» της είπε η μάνα «Έχεις απόλυτο δίκιο. Έλα, πάμε να τρέξουμε στη βροχή. Αν ο Θεός επιτρέψει να βραχούμε, θα είναι επειδή χρειαζόμαστε πλύσιμο».
Και όρμησαν έξω.
Τις παρακολουθούσαμε όλοι καθώς έτρεχαν ανάμεσα στα αυτοκίνητα, μέσα στις λιμνούλες. Βράχηκαν μέχρι το κόκκαλο.
Μερικοί τις ακολούθησαν και γελούσαν σα μικρά παιδιά καθώς κατευθύνονταν στα αυτοκίνητα τους.
Και ναι. Έτρεξα κι εγώ. Και βράχηκα. Χρειαζόμουν πλύσιμο.
Ας μην αφήσουμε κανέναν να μας πάρει τις αναμνήσεις μας. Ας μην αφήσουμε την ευκαιρία να δημιουργήσουμε αναμνήσεις. Κάθε μέρα...
Χαίρετε πάντοτε! Να είστε όλοι καλά..
Το είδα: alttherapy.blogspot.gr
Και ναι, έχω περπατήσει πολλές φορές στην βροχή. Είναι κάθαρσις, είναι εξαγνιστικό και υπέροχο!! Σας το προτείνω, ανεπιφύλακτα...
Η ανάμνησις που ανέσυρε το άνωθεν, είναι ένα πολύ δυνατό άρθρο που είχα διαβάσει σχεδόν έναν χρόνο πριν και έχει χαραχτεί στο Είναι μου.
Σας το παραθέτω, με την ευχή να "φτάσουμε όπου δεν μπορούμε":
«…. -Παπποῦ ἀγαπημένε, εἶπα, δῶσ’ μου μιὰν προσταγή.
Χαμογέλασε, ἀπίθωσε τὸ χέρι ἀπάνω στὸ κεφάλι μου, δὲν ἦταν χέρι, ἦταν πολύχρωμη φωτιά. Ὣς τὶς ῥίζες τοῦ μυαλοῦ μου περιχύθηκε ἡ φλόγα.
-Φτᾶσε ὅπου μπορεῖς, παιδί μου…
Ἡ φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σὰν νὰ ‘βγαινε ἀπὸ τὸ βαθὺ λαρύγγι τῆς γῆς.
Ἔφτασε ὣς τὶς ῥίζες τοῦ μυαλοῦ μου ἡ φωνή του, μὰ ἡ καρδιά μου δὲν τινάχτηκε.
-Παπποῦ, φώναξα τώρα πιὸ δυνατά, δῶσ’ μου μίαν πιὸ δύσκολη, πιὸ κρητικιὰ προσταγή.
Κι ὁλομεμιάς, ὣς νὰ τὰ πῶ, μιὰ φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τὸν ἀέρα, ἀφανίστηκε ἀπὸ τὰ μάτια μου ὁ ἀδάμαστος πρόγονος μὲ τὶς περιπλεγμένες θυμαρόριζες στὰ μαλλιά του κι ἀπόμεινε στὴν κορφὴ τοῦ Σινᾶ μιὰ φωνὴ ὄρθια, γεμάτη προσταγή, κι ὁ ἀέρας ἔτρεμε:
-Φτᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!…»
(Νίκος Καζαντζάκης, ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο, σελίδα 23, ἐκδόσεις Ἑλ. Καζαντζάκη, Ἀθῆναι 1965)
Ἔρχεται μία στιγμὴ στὴν ζωὴ κάθε ἀνθρώπου ποὺ πρέπει κάτι νὰ δῇ, ἢ κάτι νὰ ἀλλάξῃ ἢ κάτι νὰ μάθῃ.
Ἔρχεται μία στιγμὴ γεμάτη ἔντασι, γεμάτη πίεσι καὶ συνήθως πολὺ πόνο, ποὺ πρέπει νὰ κρατήσῃ τὴν ψυχραιμία του ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ πάρῃ τὶς ἀποφάσεις του.
Ἔρχεται μία στιγμὴ στὴν ζωή μας, τέτοια, ποὺ ὅμοιά της δὲν ἔχουμε ξαναζήσει.
Εἶναι ἐκεῖνα τὰ λιγοστὰ δευτερόλεπτα ποὺ μᾶς ἀλλάζουν διὰ παντὸς τὴν πορεία μας.
Ἐκεῖνα τὰ μικρὰ σὲ χρόνο δευτερόλεπτα, ποὺ ὅμως μοιάζουν σὰν αἰωνιότητα.
Μία στιγμή μας.. Ὅλη μας ἡ ζωή ἀνάποδα… Διαφορετικά… Ἀλλοιώτικα.
Αὐτὴ ἡ ῥημάδα, ποὺ ξέρουμε κατὰ βάθος πὼς θὰ φθάσῃ, ἀλλὰ ποτὲ δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε.
Ἐκείνη ἡ στιγμή, ποὺ μοιάζει μὲ θάνατο, ἀλλὰ τελικῶς εἶναι ἀνάστασις. Εἶναι αὐτὸ τὸ κάτι ποὺ μᾶς κάνῃ νὰ πάρουμε τὶς ἀποφάσεις μας καὶ νὰ σταθοῦμε πιὸ ὄρθιοι, πιὸ δυνατοί, πιὸ ὑπεύθυνοι. Ἢ νὰ πεθάνουμε .
Εἶχα χρόνια πολλὰ νὰ ἀνοίξω τὰ βιβλία τοῦ Καζαντζάκη. Ἡ Στεφανία μοῦ τὰ θύμισε. Καὶ ἦταν καλὸ αὐτὸ γιὰ ἐμέναν ἐτούτην τὴν ὥρα!
Διότι κάπως ἔτσι αἰσθάνομαι κι ἐγὼ! Ἢ θὰ κινηθῶ ἢ θὰ σβήσω!
Μϊα φωνή μέσα μου, πολὺ δυνατὴ καὶ καθάρια, μοῦ φωνάζει:
«…. -Παπποῦ ἀγαπημένε, εἶπα, δῶσ’ μου μιὰν προσταγή.
Χαμογέλασε, ἀπίθωσε τὸ χέρι ἀπάνω στὸ κεφάλι μου, δὲν ἦταν χέρι, ἦταν πολύχρωμη φωτιά. Ὣς τὶς ῥίζες τοῦ μυαλοῦ μου περιχύθηκε ἡ φλόγα.
-Φτᾶσε ὅπου μπορεῖς, παιδί μου…
Ἡ φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σὰν νὰ ‘βγαινε ἀπὸ τὸ βαθὺ λαρύγγι τῆς γῆς.
Ἔφτασε ὣς τὶς ῥίζες τοῦ μυαλοῦ μου ἡ φωνή του, μὰ ἡ καρδιά μου δὲν τινάχτηκε.
-Παπποῦ, φώναξα τώρα πιὸ δυνατά, δῶσ’ μου μίαν πιὸ δύσκολη, πιὸ κρητικιὰ προσταγή.
Κι ὁλομεμιάς, ὣς νὰ τὰ πῶ, μιὰ φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τὸν ἀέρα, ἀφανίστηκε ἀπὸ τὰ μάτια μου ὁ ἀδάμαστος πρόγονος μὲ τὶς περιπλεγμένες θυμαρόριζες στὰ μαλλιά του κι ἀπόμεινε στὴν κορφὴ τοῦ Σινᾶ μιὰ φωνὴ ὄρθια, γεμάτη προσταγή, κι ὁ ἀέρας ἔτρεμε:
-Φτᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!…»
(Νίκος Καζαντζάκης, ἀναφορὰ στὸν Γκρέκο, σελίδα 23, ἐκδόσεις Ἑλ. Καζαντζάκη, Ἀθῆναι 1965)
Ἔρχεται μία στιγμὴ στὴν ζωὴ κάθε ἀνθρώπου ποὺ πρέπει κάτι νὰ δῇ, ἢ κάτι νὰ ἀλλάξῃ ἢ κάτι νὰ μάθῃ.
Ἔρχεται μία στιγμὴ γεμάτη ἔντασι, γεμάτη πίεσι καὶ συνήθως πολὺ πόνο, ποὺ πρέπει νὰ κρατήσῃ τὴν ψυχραιμία του ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ πάρῃ τὶς ἀποφάσεις του.
Ἔρχεται μία στιγμὴ στὴν ζωή μας, τέτοια, ποὺ ὅμοιά της δὲν ἔχουμε ξαναζήσει.
Εἶναι ἐκεῖνα τὰ λιγοστὰ δευτερόλεπτα ποὺ μᾶς ἀλλάζουν διὰ παντὸς τὴν πορεία μας.
Ἐκεῖνα τὰ μικρὰ σὲ χρόνο δευτερόλεπτα, ποὺ ὅμως μοιάζουν σὰν αἰωνιότητα.
Μία στιγμή μας.. Ὅλη μας ἡ ζωή ἀνάποδα… Διαφορετικά… Ἀλλοιώτικα.
Αὐτὴ ἡ ῥημάδα, ποὺ ξέρουμε κατὰ βάθος πὼς θὰ φθάσῃ, ἀλλὰ ποτὲ δὲν εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τὴν ἀντιμετωπίσουμε.
Ἐκείνη ἡ στιγμή, ποὺ μοιάζει μὲ θάνατο, ἀλλὰ τελικῶς εἶναι ἀνάστασις. Εἶναι αὐτὸ τὸ κάτι ποὺ μᾶς κάνῃ νὰ πάρουμε τὶς ἀποφάσεις μας καὶ νὰ σταθοῦμε πιὸ ὄρθιοι, πιὸ δυνατοί, πιὸ ὑπεύθυνοι. Ἢ νὰ πεθάνουμε .
Εἶχα χρόνια πολλὰ νὰ ἀνοίξω τὰ βιβλία τοῦ Καζαντζάκη. Ἡ Στεφανία μοῦ τὰ θύμισε. Καὶ ἦταν καλὸ αὐτὸ γιὰ ἐμέναν ἐτούτην τὴν ὥρα!
Διότι κάπως ἔτσι αἰσθάνομαι κι ἐγὼ! Ἢ θὰ κινηθῶ ἢ θὰ σβήσω!
Μϊα φωνή μέσα μου, πολὺ δυνατὴ καὶ καθάρια, μοῦ φωνάζει:
«φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»
Πῶς νά φθάσω ὅμως; Ποῦ νά φθάσω; Ποιάν πορεία νά διαλέξω; Πῶς νά ξεκινήσω; Ἀπό ποῦ; Μέ ποιόν τρόπο;
Γιὰ νὰ πάρῃς τὴν ἀπόφασι νὰ ξεκινήσῃς καὶ νὰ πᾶς κάπου ποὺ δὲν μπορεῖς, ἤ ποὺ πιστεύεις πὼς δὲν μπορεῖς, δύο λόγοι ὑπάρχουν. (Καθῶς φυσικὰ ὑπάρχουν καὶ χιλιάδες λόγοι γιὰ νὰ μὴν σοῦ συμβῇ!)
Ἢ ὁ θάνατος ἀγαπημένου προσώπου ἢ ἡ ἀνάγκη.
Ὁ Καζαντζάκης ἔγραψε αὐτὸ τὸ κεφάλαιο γιὰ νὰ προετοιμάσῃ τὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό γιὰ τὸν ἐπερχόμενο θάνατό του.
Ἔτσι κι ἐγώ, σήμερα καταγράφω κι ἀντιμετωπίζω τὸν ἄρτι ἀφιχθέντα μου θάνατο.
Δύσκολα ξεκινᾶμε γιὰ νὰ φθάσουμε κάπου ποὺ δὲν μποροῦμε. Πολὺ δύσκολα. Συνήθως καταλήγουμε στὸ νὰ φθάσουμε μόνον ἐκεῖ ποὺ μποροῦμε. Ἢ, ἀκόμη χειρότερα, νὰ φθάσουμε κάπου ποὺ πιστεύουμε πὼς μποροῦμε. Ἔτσι, ἀναίτια. Δίχως λογικὴ καὶ δίχως ἐπιχειρήματα.
«Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»
Καί τί γίνεται μέ τά ταβάνια; Μέ τίς πεποιθήσεις μας πού μᾶς κρατοῦν δεσμίους; Τί γίνεται μέ τούς φόβους μας; Μέ τίς ἀνασφάλειες; Τί γίνεται μέ αὐτά πού μάθαμε ἔως τώρα γιά ἐμάς καί γιά τόν κόσμο; Τί γίνεται;
Γιὰ νὰ ξεκινήσῃ κάποιος νὰ φθάσῃ ἐκεῖ ποὺ δὲν μπορεῖ, πρέπει νὰ ἀφήσῃ πίσω του ὅλα αὐτὰ ποὺ τὸν κρατοῦσαν στὸ ἐδῶ καὶ τώρα. Στὴν καθημερινότητά του. Στὴν ἐπιτυχημένη ἢ ἀποτυχημένη ζωή του.
Ἄρα, δὲν εἶναι μόνο τὸ «φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς» ἀλλὰ καὶ τὸ «κρατήσου μόνον ἀπὸ ἐσένα»! Δὲν ὑπάρχει τίποτα περισσότερο ἢ λιγότερο ἀπὸ ἐσένα!
«Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»
Τὸ λέω καὶ τὸ ξαναλέω στὸν ἑαυτό μου καὶ τρομάζω. «Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»
Γίνεται; Δὲν γίνεται… Θέλει μεγάλον κόπο, πόνο, δύναμι!
Ποιός τήν ἔχει αὐτήν τήν δύναμι; Ἰδίως ὅταν ἔχουμε μάθει νά ζοῦμε μέσα στήν εὐκολία καί τήν ἄνεσι;
Πόσα πρέπει νά ἀφήσω πίσω μου; Πόσα νά ξεγράψω; Πόσους δρόμους νέους νά χαράξω;
«Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»
Ξεκίνα, πήγαινε, προχῶρα, τρέχα, μὴν σταματᾶς, συνέχισε….
«Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»
Μά ἀντέχω;
«Ναί, πρέπει νὰ ἀντέχῃς! Μόνον ἐσὺ ἀντέχεις! Οὐδεῖς ἄλλος ἀντέχει! Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»
Ποῦ εἶναι τό τέρμα; Ποιός θά τό δῇ; Πῶς μποροῦμε νά μάθουμε ἀπό τώρα τήν διαδρομή;
«Ξέρεις. Ξεκίνα. Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»
Εἶναι βουνό, δύσκολο, δίχως μονοπάτια. Εἴναι κι ἄγριο. Εἶναι καὶ χειμώνας. Εἶμαι καὶ δίχως συντρόφους.
«Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»
Μόνη μου;
«Μόνη σου!!! Μόνον μόνη σου! Μόνον μόνη σου! Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»
Σὰν ἠχῶ φθάνει στὰ αὐτιά μου ἡ φωνὴ τοῦ γέροντος Πάππου του. Σὰν νὰ «ξύπνησε» ὁ γέροντας καὶ νὰ μᾶς καλῇ!
«Φθᾶστε ὅπου δὲν μπορεῖτε!» Μᾶς φωνάζει!
Οὐρλιάζει!
Καὶ δὲν εἶναι μόνος του!
Ὅλοι οἱ γέροντες ποὺ ἔζησαν στὰ ἄγρια βουνά, ἐλεύθεροι, μὲ τὴν καρδιὰ πεντακάθαρη καὶ τὸ βλέμμα τὸ γεμάτο οὐρανό, μᾶς καλοῦν:
«Φθᾶστε ὅπου δὲν μπορεῖτε!»
Ποῦ εἶναι τό «δέν μποροῦμε»; Ποῦ εἶναι τό «δέν μπορῶ»;
«Ξεκίνα, θὰ μάθῃς»!
Πῶς θά μάθω; Πότε θά μάθω; Θά μάθω;
«Ξέρεις! Τόλμα! Ξεκίνα! Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»
Σήμερα ἀφήνω κάτι πίσω μου.
Ἕνα κομμάτι μου πέθανε. Τελείωσε. Ἢ θὰ σταθῶ δίπλα στὸ πτῶμα του καὶ θὰ κλαίω γιὰ τὴν ἀπώλεια, ἢ θὰ σταθῶ ὄρθια καὶ θὰ ξεκινήσω.
Εἶναι ἀνάγκη.
Θάνατος καὶ ἀνάγκη! Ταὐτόχρονα!
Ἀδιαπέραστα! Ἀνίκητα! Ζωογόνα!
«Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!» Μοῦ φωνάζει… Ξέρει αὐτός.. Ἐγὼ φοβᾶμαι… Ἀλλὰ… Ἀκούω! Μαθαίνω… Ἀντιλαμβάνομαι….
«Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»
Δὲν ἔχω ἄλλον δρόμο…. ΠΡΕΠΕΙ!!!!
Φιλονόη.
Υ.Γ. Ἀφιερωμένο στὸν Θεῖο.
Σημείωσις: Τὸ παραπάνω εἶναι γιὰ ἐμένα. Εἶμαι καλά. Ἴσως ὄχι ἀπόλυτα, ἀλλὰ εἶμαι καλά!
Ξεκίνησα ἐδῶ καὶ καιρό μίαν διαδρομή καὶ μόλις τώρα καταφέρνω νὰ περάσω τὸ «φρᾶγμα». Εἶναι δύσκολο, ἔως ἀδύνατον. Ἀλλὰ ξέρω πὼς θὰ τὸ περάσω. Ἕνα κομμάτι μου μὲ καλεῖ νὰ ἐπιστρέψω σὲ ὅλα ὅσα δὲν μὲ ξεβόλευαν, ἀλλὰ μὲ κρατοῦσαν στὸ «μπορῶ».
Εἶναι μία Πύλη. Εἶναι μία ἄλλη πραγματικότης. Δὲν μπορῶ νὰ περιγράψω μὲ λέξεις αὐτὸ ποὺ μοῦ συμβαίνει. Ἔχει βαθὺ πόνο καὶ μεγάλη χαρά. Κλαυσίγελως! Ἀλλὰ τόσο ἔντονος ποὺ ἀναρωτιέμαι γιὰ τὸ ἐὰν θὰ τὰ καταφέρω.
Τίποτα στὴν ζωή μας δὲν εἶναι τυχαῖον. Οὖτε ὁ Καζαντζάκης σήμερα ποὺ βρῆκε τὸν δρόμο νὰ φθάσῃ στὰ χέρια μου.
Ὅταν διάβασα τὸ ἀπόσπασμα σκέφθηκα πὼς τὸ ἔγραψε γιὰ ἐμένα. Ἀλλὰ μετὰ συνειδητοποίησα πὼς τὸ ἔγραψε γιὰ ὅλους μας.
Σήμερα δὲν θὰ σᾶς γράψω γιὰ τὰ καλὰ ποὺ ἔρχονται. Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖ καὶ τὰ ζῶ..
Σήμερα θὰ σᾶς ἀφήσω μὲ τὸν Καζαντζάκη. Αὐτὸ τὸ λίγο, τὸ μικρό, τὸ «Φθᾶσε ὅπου δὲν μπορεῖς!»
Δὲν ξέρω πῶς θὰ τὸ ἀντιληφθῇ ὁ κάθε ἀναγνώστης, ποιά εἶναι τὰ ὅριά του καὶ ποιοὶ οἱ δρόμοι ποὺ πρέπει νὰ διανύσῃ. Κρατῆστε το ὅμως ὥς παραίνεσι. Ἰδίως στὶς ἡμέρες ποὺ διαβιοῦμε εἶναι ἀπίστευτα σημαντική. Κρατῆστε το.
Αὐτὸ εἶναι δικό μου μονοπάτι. Καταδικό μου. Καιρὸς νὰ βροῦμε ὅλοι τὰ μονοπάτια μας.
Το είδα: filonoi.gr